Κάπως έτσι δεν ξεκινάνε τα παραμύθια καλέ μου;

2004-12-10 00:00

10 Δεκ. 04

 

Φλας φλας φλας… Σε εκείνο το ηλιοβασίλεμα που κοιτούσαμε παρέα. Εσύ είχες ξαπλώσει πάνω στα πόδια μου και εγώ σου χάιδευα απαλά τα μαλλιά. Τις περισσότερες φορές δεν χρειαζόταν καν να μιλάμε. Απλά κοιταζόμασταν στα μάτια και αυτό έφτανε, και αν μερικές φορές τα πανέμορφα ματάκια σου μελαγχολούσαν, τότε σου έπιανα το χέρι και με το που νοιώθαμε ο ένας τον άλλον έβλεπα να σχηματίζετε στα χείλι σου το πιο γλυκό χαμόγελο του κόσμου.

Καθόμασταν με τις ώρες αμίλητοι και κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο, και όταν μιλούσαμε το μόνο που λέγαμε ήταν ‘’ Ξέρω, και εγώ’’. Έρχεσαι συνέχεια στον ύπνο μου τα τρία τελευταία χρόνια που λείπεις. Μιλάμε για πολλά πράγματα, με ακούς, με νοιώθεις, και εγώ ξυπνάω πάντα με την πιο γλυκιά προσμονή ότι είσαι ακόμα δίπλα μου και ότι θα ανοίξω τα μάτια και θα σε δω να μου χαμογελάς.

Πόσες φορές όταν στραβώνουν τα πράγματα για μένα δεν έχω έρθει με τα πόδια να σε βρω εκεί που τώρα αναπαύεσαι; Κάθε φορά που κοιτάω την φωτογραφία που έχουν βάλει οι δικοί σου και διαβάζω το κρύο μάρμαρο ένας κόμπος μου κάθετε στο λαιμό. Απεβίωσε ετών 25.

Δεν ξέρω γιατί δέθηκα με σένα τόσο πολύ, τόσο ώστε να μπορώ να σε ακούω και να σε νοιώθω όταν δεν ήσουν καλά ακόμα και αν εγώ βρισκόμουν μίλια μακριά.

Φλας φλας φλας… Εγώ ήμουν στον Βόλο όταν συνέβη. Ξύπνησα έξη τα χαράματα με κρίση πανικού ουρλιάζοντας το όνομα σου, έκανα μια ώρα να ξανά κοιμηθώ. Όταν ξανά ξύπνησα η μάνα μου καθόταν αμίλητη απέναντι μου και με κοιτούσε. Δεν χρειάστηκε να μου πει τίποτα, πετάχτηκα κατευθείαν στο τηλέφωνο, το όνειρο ήταν ακόμα ζεστό μέσα μου που δεν μπορούσα να σε βρω.

Ώρα θανάτου 06:45.

Θυμάμαι τις κινήσεις μου πάρα πολύ αργές από εκεί και πέρα. Νόμιζα πως μου έκανε κάποιος μια πάρα πολύ άσχημη πλάκα, ότι ακόμα κοιμόμουν και ότι έβλεπα εφιάλτη. Έλεγα και ξανά έλεγα μέσα μου ότι σε λίγο θα ξυπνήσω και θα σε πάρω τηλέφωνο και θα μου πεις πως σου λείπει η πριγκίπισσα σου όπως με αποκαλούσες. Αλλά ήταν αλήθεια. Ένας κόμπος μου είχε κάτσει στο λαιμό και δεν μπορούσα ούτε να αναπνεύσω ούτε να κλάψω.

Φλας φλας φλας… Αποσπασματικές μνήμες από την κηδεία σου. Φλας εγώ να κοιτάω μαρμαρωμένη το λευκό φέρετρο με την φωτογραφία σου επάνω, θυμάμαι στο νεκροταφείο όταν το άνοιξαν για να σου βάλουν τα στέφανα ότι καθώς σε κοιτούσα σε ένιωθα δίπλα μου να με κρατάς, να μου χαϊδεύεις απαλά τις άκρες από τα χείλι μου όπως συνήθιζες να κανείς, θυμάμαι την ανάσα σου στο πρόσωπο μου, και να μου ψιθυρίζεις πως θα είσαι πάντα μαζί μου.

Δεν έχυσα ούτε ένα δάκρυ για σένα για ένα χρόνο, δεν μπορούσα, φοβόμουν πως αν σε θρηνήσω θα είναι σαν να σε άφηνα, σαν να σε εγκατέλειπα…

Και έτσι ξαφνικά, μετά από ένα χρόνο τελικά σε θρήνησα. Με είχε καλέσει ένα νιόπαντρο ζευγάρι για καφέ. Έβγαλαν το φωτογραφικό άλμπουμ, και κάπου εκεί μέσα στις φωτογραφίες σε βρήκα να με κοιτάς. Τους ρώτησα αν σε ήξεραν και μου απάντησαν ότι ήσασταν συμμαθητές στο γυμνάσιο. Τα έχασα. Βρήκα μια δικαιολογία και έφυγα. Σε όλη την διαδρομή για το σπίτι μου έτρεχα και έκλαιγα. Εκείνη την κρύα νύχτα σε κήδεψα.

Φλας φλας φλας… Σε μένα να κάθομαι σε ένα σκαλάκι από ένα εγκατελειμένο σπίτι, μαζεμένη κουβάρι και να με βρίσκει το χάραμα ακόμα να κλαίω και να σε φωνάζω. Φλας στην μέρα που καθόμασταν σε μια καφετέρια και σου είχα θυμώσει, είχα σηκωθεί να φύγω όταν με τράβηξες απότομα και μου ψιθύρισες πως ήμουν η ζωή σου, και πως όταν εγώ έπεφτα εσύ μάτωνες.  Φλας στα γέλια που κάναμε όταν οι άλλοι μας περνούσαν για ζευγάρι, ενώ στην πραγματικότητα εμείς ήμασταν κάτι που οι άλλοι ποτέ δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν.

Όχι, εμείς δεν ήμασταν ποτέ ζευγάρι καλέ μου, δεν χρειαζόταν άλλωστε. Εμείς ήμασταν ένα μυαλό χωρισμένο σε δυο διαφορετικά σώματα. Έτσι όταν έφυγες εσύ πήρες μαζί σου το μισό μου μυαλό, την μισή μου καρδιά,την μισή μου οντότητα. Με άφησες μόνη σε ένα κόσμο καταραμένων σαν ζωντανό νεκρό, που σέρνει το σαπισμένο κουφάρι του και ψάχνει ακόμα να σε βρει….

Πάνε κοντά τρία χρόνια από τον θάνατο σου. Ακόμα σου μιλάω, ακόμα μου λείπεις, κανένας τελικά δεν μπόρεσε να αναπληρώσει το κενό που μου άφησες έτσι ξαφνικά σαν καλοκαιρινό μπουρίνι. Ακόμα γυρνάω ξανά και ξανά στον τόπο του εγκλήματος σαν δολοφόνος.

Αλλά τώρα μετά από πολύ καιρό μπορώ να ξανά γράψω. Να γράψω για σένα, για μένα, για τότε. Τώρα μετά  από καιρό γνωρίζω ότι μπορώ να σε εξαγνίσω με το γράψιμο μου και να μην σε χάσω ποτέ. Πως θα μπορούσα άλλωστε να σε χάσω, είσαι μέσα μου πάντα, και όσο σε κρατάω στην μνήμη μου θα είσαι για πάντα ζωντανός

 

 

Και έτσι απλά θα ξεκινήσω την ιστορία μας, μια ιστορία δυο φίλων που συναντήθηκαν ξανά μετά από χρόνια…

Φλας φλας φλας…

Μια φορά και ένα καιρό… Κάπως έτσι δεν ξεκινάνε τα παραμύθια καλέ μου; Έτσι λοιπόν και εγώ θα ξεκινήσω να γράφω το δικό μας παραμύθι, και εύχομαι ότι εγώ ξεχάσω να γράψω να μου το θυμίζεις πάντα εσύ…